πεντηκοντέρετμος

πεντηκοντέρετμος
πεντηκοντέρετμος
1 with fifty oars test., Σ T. Hom., Π 1· καὶ Πίνδαρος πεντηκοντερέτμους φησὶ τὰς ναῦς τῶν Ἀχαιῶν εἶναι (Snell: πεντήκοντα ἐρεγμοὺς codd.: πεντηκοντηρέτμους Boeckh) fr. 259.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοντέρετμος — ον, Α (για πλοία) αυτός που έχει πενήντα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ἐρετμόν «κουπί» (πρβλ. πεντεκαιδεκ έρετμος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντερέτμους — πεντηκοντέρετμος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”